- σηπιδάριον
- σηπῑδ-άριον, τό,= sq., Philyll.13.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σηπιδάριον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σηπιδάριον — τὸ, Α μικρή σουπιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < σηπίδιον «μικρή σουπιά» + υποκορ. κατάλ. άριον (πρβλ. βιβλι άριον, παιδ άριον)] … Dictionary of Greek
σηπιδάρια — σηπιδάριον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)